αστερίσκος

αστερίσκος
ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ]
1. μικρός αστέρας
2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα). Στη μετρική είναι χαρακτηριστικό σημείο ετερομετρίας ή μεταβολής ποιημάτων
3. α) αστεροειδές σημείο (*) που παραπέμπει σε υποσημείωση ή σχόλια ή που δηλώνει έλλειψη λέξης ή γράμματος λόγω φθοράς του κειμένου
β) σε τίτλους αρχαίων συγγραμμάτων σημαίνει ότι το συγκεκριμένο σύγγραμμα δεν σώζεται
γ) στην αρχή λέξης δηλώνει υποθετικό τύπο αναγκαίο για την κατανόηση της προέλευσης ή της σημασίας μιας υπάρχουσας λέξης
4. εκκλ. σταυροειδές αντικείμενο από μέταλλο που τοποθετείται επάνω στο ιερόν δισκάριον για να κρατεί το κάλυμμα έτσι ώστε να μην αγγίζει τον Άγιο Άρτο
1. α) τρεις αστερίσκοι τριγωνικά διατεταγμένοι χρησιμοποιούνται: α) για τον διαχωρισμό ενός κεφαλαίου κάποιου κειμένου από το επόμενό του
β) αντί υπογραφής σε ανώνυμα δημοσιεύματα
2. σημείο (*) που τίθεται στο άνω δεξιό άκρο μιας λέξης παραπέμποντας σ' αυτήν
μσν.
κόσμημα της περικεφαλαίας
αρχ.
1. ονομασία λουλουδιού
2. σημείο των γραμματικών για τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστερίσκος — little star masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστερίσκος — ο 1. αστεράκι που μπαίνει σε μια λέξη του κειμένου στην πάνω δεξιά άκρη, για να παραπέμψει σε υποσημείωση ή άλλο συνθηματισμό. 2. λειτουργικό σκεύος αστεροειδές για συγκράτηση του καλύμματος του δίσκου μέσα στον οποίο βρίσκεται ο άγιος άρτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστερίσκοι — ἀστερίσκος little star masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκοις — ἀστερίσκος little star masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκον — ἀστερίσκος little star masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκου — ἀστερίσκος little star masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκους — ἀστερίσκος little star masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκων — ἀστερίσκος little star masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκῳ — ἀστερίσκος little star masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Asterisk — This article is about the typographical symbol. For other uses, see Asterisk (disambiguation). See also: * (disambiguation) * Asterisk …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”